ἱπποδασείης

ἱπποδασείης
ἱπποδάσεια
bushy with horsehair
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιπποδάσεια — ἱπποδάσεια, ἡ (Α) (για περικεφαλαία) αυτή που έχει πλούσιο τρίχωμα από άλογο («κόρυθος λάβεν ἱπποδασείης» τόν έπιασε από την περικεφαλαία, που το λοφίο της είχε πυκνές τρίχες αλόγου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δασεῑα με αναβιβασμό του… …   Dictionary of Greek

  • κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”